Τα Παραδοσιακά μας μουσικά όργανα. Κρουστά. Μέρος δεύτερο

Τα Παραδοσιακά μας μουσικά όργανα.
Τα μουσικά Παραδοσιακά όργανα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
Τα Έγχορδα. Τα Κρουστά και τα Πνευστά.
Έγχορδα όργανα είναι Το Λαούτο. Το βιολί.. Η λύρα. Το σαντούρι.
Στις πιο σύγχρονες μορφές του τραγουδιού (Ρεμπέτικο, Επτανησιακή μουσική, Λαϊκό), είναι το μπουζούκι, ο μπαγλαμάς, το μαντολίνο, η κιθάρα, το μπάσο κλπ
Κρουστά όργανα είναι: Το νταούλι. Το ντέφι. Το τουμπερλέκι. Τα ζίλια. (σαχάνια- κύμβαλα δακτύλων).
Τέλος πνευστά όργανα είναι το κλαρίνο. Η φλογέρα. Η γκάϊντα. Ο ζουρνάς.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο χορός είναι δώρο των θεών προς τον άνθρωπο.

Τα κρουστά

Το νταούλι είναι μεμβρανόφωνο μουσικό όργανο της ελληνικής λαϊκής και δημοτικής μουσικής που συναντάται κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το μέγεθός του ποικίλλει και για την κατασκευή του χρησιμοποιούνται δέρματα από κατσίκι ή πρόβατο και παλαιότερα από λύκο ή γαϊδούρι. ένα μεγάλο ξύλινο,κυλινδρικό, μπάσο τύμπανο, το οποίο μοιάζει με την κάσα των ντραμς. Στις δύο βάσεις του τοποθετούνται τα δέρματα που ενώνονται μεταξύ τους και τεντώνονται με κορδόνια. Ανάλογα με τις παραδόσεις που επικρατούν στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας,συναντιούνται και σε διαφορες διαστάσεις:από 25 εκ. έως 1μ. διάμετρο και από 20εκ. έως 60εκ. ύψος.Στην ανατολική Κρήτη για παράδειγμα,συχνά είναι και τα μικρότερα νταούλια,στις δερμάτινες επιφάνειες των οποίων τοποθετούνται δυο εντέρινες,τεντωμένες χορδές οι οποίες σκοπό έχουν να προσθέσουν οξύτητα και χαρακτηριστικό χρώμα στον ήχο του.Στα νησιά, το μικρό νταούλι που συνοδεύει την τσαμπούνα ή το βιολί λέγεται τουμπί και παίζεται κρατημένο κάτω από τη μασχάλη ή πάνω στον αριστερό μηρό, με τον εκτελεστή να χτυπάει πάντα στη μία δερμάτινη επιφάνεια με δυο ίδιες βέργες, τα τουμπόξυλα. Στο Μεσολόγγι συναντάται ένα μικρό σε μέγεθος νταούλι (ξεροντάουλο όπως ονομάζεται), κυρίως στο πανυγήρι του 'Άη Συμιού. Το κούρδισμα του νταουλιού πραγματοποιείται απο το σφίξιμο (τεζάρισμα) των σχοινιών του, ούτως ώστε να επιτύχει κατά προσέγγιση τον ίδιο τόνο με τον ζουρνά ή τη λύρα που συνοδεύει, με αυτόν τον τρόπο δεν αποδίδει μόνο το ρυθμό αλλά και ένα είδος ισοκρατήματος. Οι βέργες, κοινώς οι βίτσες, ποικίλλουν σε πάχος και ύψος, όπως και σε υλικό. Όσο πιο παχιά είναι μια βίτσα, τόσο πιο μπάσο ήχο θα αποδώσει. Οι κόπανοι, ή αλλιώς κοπάλια, διαφοροποιούνται σε μέγεθος και πάχος σύμφωνα με τις επιθυμίες του οργανοπαίχτη. Τα νταούλια με το πέρας του καιρού άρχισαν να διαμορφώνονται λόγω απαιτήσεων των νταουλτζήδων/νταουλιέρηδων. Οι μεμβράνες που τοποθετούνται πολύ συχνά είναι πλαστικές, διότι είναι πιο εύχρηστες, πιο ανθεκτικές και δε χρειάζονται πολύ φροντίδα, σε αντίθεση με τις μεμβράνες απο δέρμα. Ο οργανοπαίκτης (νταουλιέρης), το κρεμάει στον αριστερό του ώμο και το κτυπάει στη δεξιά πλευρά με το νταουλόξυλο και στην αριστερή με πιο λεπτό ξύλο, τη βέργα. Ο ήχος που δημιουργείται από τη δεξιά πλευρά είναι βαρύτερος και από την αριστερή οξύτερος. Το νταούλι (τύμπανο) συνοδεύει συχνά το κλαρίνο και τον ζουρνά στα χοροστάσια των λαϊκών πανηγυριών και παλαιότερα συμμετείχε με συνδυασμούς οργάνων στη βυζαντινή στρατιωτική μουσική. Μια πολύ γνωστή χρήση του νταουλιού σε δρώμενα του καιρού μας είναι τα περίφημα Αναστενάρια του νομού Σερρών, του χορού Πυρρίχιου/Σέρρα των Ποντίων, όπως επίσης και του χορού με τις Μπούλες και τους Γενίτσαρους που αποτελεί αποκριάτικο έθιμο της Νάουσας. Η ονομασία του οργάνου, εκτιμάται ότι προέρχεται απο τη λέξη 'δέφω' της αρχαιάς ελληνικής, που σημαίνει επεξεργάζομαι του δέρμα, το μαλακώνω.

Το ντέφι είναι μουσικό όργανο που ανήκει την οικογένεια των κρουστών και αποτελείται από μια μεμβράνη στερεωμένη σε ένα κυκλικό τελάρο και διάφορα ζεύγη από μέταλλο που κουδουνίζουν. Τα περισσότερα ντέφια που βλέπει κανείς σήμερα στη δυτική λαϊκή μουσική είναι χωρίς τη μεμβράνη. Το ντέφι παίζεται με διάφορους τρόπους: Κρατώντας το ή στερεώνοντάς το σε μια βάση, χτυπώντας το με το χέρι ή κάποιο ξύλο, κουνώντας το, ή χτυπώντας το στο πόδι. Συναντάται σε διάφορα είδη μουσικής: Αρχαία ελληνική και λαϊκή μουσική, κλασική μουσική, περσική μουσική, γκόσπελ, ποπ και ροκ. Μια ιδιαιτερότητα είναι το Ηπειρώτικο/Γιαννιώτικο ντέφι ή νταϊρές που είναι ένα μεσαίου μεγέθους ντέφι και συναντάται στην περιοχή της Ηπείρου. Ο ήχος του διακρίνεται για την ιδιαιτερότητά του και το ηχόχρωμά του είναι αναπόσπαστο στοιχείο της Ηπειρώτικης κομπανίας. Για τη κατασκευή του χρησιμοποιούμε άριστης ποιότητας υλικά που αναδεικνύουν τη φωνή του οργάνου και το κάνουν να ξεχωρίζει.


Το τουμπελέκι είναι ένα ελληνικό κρουστό όργανο χωρίς λαβή, γνωστό από την αρχαιότητα, που το συναντούμε συχνά στην ελληνική παραδοσιακή, λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική. Ονομάζεται επίσης ταραμπούκα, στάμνα, ντουμπελέκι, τσιμπουρλέκι ή τουμπερλέκι.
Το τουμπελέκι είναι μια μικρογραφία τυμπάνου. Είναι ανοικτό από κάτω και καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα από πάνω. Η βάση του δεν είναι πήλινη σαν της ταραμπούκας, αλλά συνήθως από μέταλλο. Παίζεται με τα χέρια, καθώς το δεξί χέρι "μαρκάρει" τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους ασθενείς και συχνά περιλαμβάνει και κουδουνάκια περιμετρικά κρεμασμένα.




Τα ζίλ(λ)ια ή ζήλια είναι αρχαία ιδιόφωνα κρουστά όργανα.Τα κύμβαλα δαχτύλων είναι ένα πολύ ιδιαίτερο, πολύ εκφραστικό και πολύπλευρο μουσικό όργανο.
Πρόκειται για σιδερένια ή ξύλινα μικρά κύμβαλα που ηχούν όταν, στερεωμένα στα δάκτυλα, κρούονται μεταξύ τους. Συνοδεύουν τα κάλαντα, αλλά και νησιώτικους και μικρασιατικούς χορούς. Τα ζιλια ειναι μετταλικα κυμβαλα.διαστασεις 6-8 εκ.
Η τωρινή ονομασία τους παράγεται από το τουρκικό Zil και είναι πιθανόν περσικής καταγωγής. Ονομάζονται και "τσίγκλες" ή "σαχάνια ή "σαχανάκια" (επίσης, "παφίλια", "πούλια", "τροχίσκοι", "καστανιέτες", κ.λπ.) και ανήκουν στα όργανα που κατά τη βυζαντινή εποχή απορρίπτονταν από τους Πατέρες της Εκκλησίας (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Γρηγόριος ο Νύσσης κ.ά.). Παρ' όλα αυτά, έχουν την τιμητική τους στη βυζαντινή εικονογραφία (ιδιαίτερα στις Μονές του Αγίου Όρους).


 

Σχόλια