Αγαπημένη μου, Γεωργία.
Είχα πρόσφατα μια συνάντηση που κυριολεκτικά με συγκλόνισε. Λίγο προτού φτάσεις στην έκθεση βιβλίου στο Ζάππειο, για την παρουσίαση του βιβλίου ήρθε ο φίλος μας ο Μιχαλάκης από τον Τυρό να με βρει μαζί με τη Δέσποινα. Παρά τα μέτρα για τον COVID και τη μάσκα που φορούσα στο πρόσωπό μου έπεσα στην αγκαλιά του και ειλικρινά στο γράφω, μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Η συγκίνηση μου ήταν μεγάλη. Είναι ένα τόσο σπουδαίο παιδί ο Μιχάλης και η αλήθεια είναι πως είχα αρκετά χρόνια να τον δω. Μου ‘χε λείψει.
Πόσο σπουδαίο, όμως πράγμα είναι τελικά και η φιλία; Ε! Πόσο υπέροχο είναι να τους βλέπεις εκεί όποτε και όταν πρέπει. Απίστευτο μοιάζει. Πόση είναι η δύναμη που μπορεί να αντλήσει ο ένας άνθρωπος από τον άλλο; Με ένα μόνο χαμόγελο, ένα νεύμα, μια μεγάλη αγκαλιά.
Ακόμα πιο πρόσφατα, τη στιγμή που σου γράφω, βρέθηκα για έναν πρωινό καφέ στο σπίτι του Φραγκίσκου. Εκεί διαπίστωσα με τα μάτια μου και τα αυτιά μου ότι, δύο άνθρωποι που έχουν αρκετό καιρό να βρεθούν μαζί, μόλις η στιγμή τους φέρει τον έναν μπροστά στον άλλον τα πάντα, θαρρείς με έναν μαγικό τρόπο, παίρνουν τον δρόμο τους. Ήρεμα, απλά, χωρίς καμιά βιασύνη.
Είχαμε μια συζήτηση σχετικά με τη γενιά μας. Ο Φραγκίσκος την χαρακτήρισε ως ΕΛΕΥΘΕΡΗ και ΑΤΙΘΑΣΗ γενιά. Πράγματι, ήταν ίσως η τελευταία γενιά με αυτά τα δυο χαρακτηριστικά. Που μεγάλωσε έξω, στο δρόμο. Που κέρδισε την ελευθερία της από αυτά που η ίδια έζησε. Που γέμισε την ψυχή της με τα ύστερα της δεκαετίας του ‘60, έστω κι αν η δική μας η γενιά γεύτηκε μόνο το κατακάθι της. Ήταν, πίστεψέ με, όμως αρκετό για να γίνει, μια επίσης ατίθαση γενιά και του λόγου της. Να μπορεί να πει όχι. Θέλω. Μπορώ. Ζω. Δεν βολεύομαι. Ταξιδεύω. Ονειρεύομαι. Να ζήσει όπως είχε ονειρευτεί στην άγουρη ακόμα εφηβεία της. Και να ξέρεις Γεωργία, η γενιά μου, η γενιά μας αν θέλεις, τα κατάφερε.
Αργότερα ήρθε όμως και ο καιρός, αλλά κυρίως ο τρόπος να τιθασεύσουν ετούτη τη γενιά και να τη ρίξουν νικημένη στο καναβάτσο. Κι ο τρόπος ήταν ένας και μοναδικός. Εμείς στα σαράντα μας χρόνια και ενώ ήμασταν έτοιμοι να κατακτήσουμε τον κόσμο μας νικητές, προσπαθήσαμε να πατήσουμε στέρεα στο πιο ψηλό σκαλοπάτι της σκάλας που ανεβαίνουμε. Ήταν το ύστατο σκαλί για να καταφέρουμε να δούμε τα όνειρά μας ολόκληρα μπρος στα πόδια μας. Έπρεπε, λοιπόν να δεχτούμε ένα ιδιαίτερα σκληρό οικονομικό χτύπημα. Και το δεχτήκαμε. Μας πόνεσε, μας αναστάτωσε, μας πισωγύρισε. Πολλούς από μας, κυριολεκτικά τους διέλυσε. Ήταν λόγοι που δεν είναι της παρούσης και όλοι τους γνωρίζουμε πολύ καλά.
Θα μου πεις: «Τι λες τώρα, ρε Γιώργο; Μήπως και δεν τα ξέρω; Τα ξέρω και από την καλή κι απ’ την ανάποδη».
Αυτό που θέλω να καταλήξω είναι πως δυο άνδρες της δικιάς μου γενιάς, ενώ έπιναν τον καφέ τους σταυροπόδι μπρος σε ένα ξύλινο γραφείο κι έναν σβηστό υπολογιστή κι ανάβοντας το τσιγάρο τους κοιτάχτηκαν στα μάτια, όταν ο ένας τους αίφνης είπε:
-Τρεις φορές ξεκίνησα από το μηδέν, ρε Γιώργο. Το καταλαβαίνεις; Τρεις φορές. Τα έβαλα με θεούς και δαίμονες και τις τρεις φορές νίκησα.
Τον κοίταξα και αφού τράβηξα μια ρουφηξιά από το τσιγάρο μου, του απάντησα.
-Κι εγώ τρεις φορές, Φραγκίσκο. Τρεις φορές από το μηδέν. Από το τίποτε.
Κοιταχτήκαμε στα μάτια και αμέσως βάλαμε τα γέλια. Αυτό το βλέμμα του φίλου μου εκείνη την ώρα με έκανε να νοιώσω ελεύθερος και τα γέλια μας με έκαναν να νοιώσω πόσο ατίθασος τελικά είμαι. Και εγώ και ο Φραγκίσκος και εσύ. Όλοι μας. Πόσο ατίθασο μοιάζει αυτό το γέλιο μας, πόσο;
«Η καρδιά δεν βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουγκράζεται στον αγέρα· κι η καρδιά, γιοµάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες· και σε µιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.», που ‘λέγε κι ο Καζαντζάκης στην Ασκητική.
Ναι! Είναι αλήθεια, Γεωργία μου. Η καρδιά δεν βολεύεται. Τα ‘χω βάλει και εγώ με ΘΕΟΥΣ και με ΔΑΙΜΟΝΟΥΣ. Και ξέρεις ποια είναι η πλάκα;
Κι εγώ ΝΙΚΗΣΑ...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου