Μεθώνη: Στο “σταυροδρόμι” δύο θαλασσών. Το δεύτερο κάστρο.

Είναι συναρπαστικό να γράφει κανείς για ιππότες, κάστρα, πειρατές. Η φαντασία είναι ώρες που κυριολεκτικά οργιάζει. Η Μεθώνη είναι ένας δεύτερος αγαπημένος προορισμός στη μαγική Μεσσηνία. Το δεύτερο κάστρο που θα μάθουμε μέσα από τις παρακάτω γραμμές της ιστορία του. Απέχει 10 χλμ. από την Πύλο και 61 χλμ. από την Καλαμάτα και δίνει μία ακόμα νησιώτικη πινελιά στην καταπράσινη Πελοπόννησο.
Η Μεθώνη "Ο δεύτερος εκ των οφθαλμών της Γαληνοτάτης", όπως είναι γνωστά τα Κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης στο πέρασμα των αιώνων- προσφέρει στον επισκέπτη την ήρεμη ομορφιά του τοπίου της, πολλές μνήμες, κι ένα από τα μεγαλύτερα κάστρα της Ελλάδας με σπουδαία αρχιτεκτονικά σύνολα (ερείπια Βυζαντινών Ναών, τουρκικών λουτρών, οικημάτων τουΙμπραήμ Πασά, αλλά και του Γάλλου στρατηγού Μαιζών, δεξαμενές, λείψανα νεκροταφείου των Βρετανών αιχμαλώτων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου).
Μεθώνη, λοιπόν. 
Το πρώτο σχέδιο ελληνικής πόλεως! Ανήκει σήμερα, διοικητικά, στον Δήμο Πύλου-Νέστορος, ενώ στο παρελθόν υπήρξε και η έδρα του ομώνυμου δήμου. Κατά την απογραφή του 2001 είχε 1.149 κατοίκους. Έχει σπουδαία ιστορική σημασία, γιατί, εξαιτίας της στρατηγικής θέσης που βρισκόταν, έγινε το μήλο της Έριδος για τους κάθε φορά δυνατούς των εποχών που προσπάθησαν να την κάνουν λιμάνι τους. Η ρυμοτομία της μικρής αυτής παραθαλάσσιας πόλης χαράχτηκε με σχέδιο του Ι. Καποδίστρια, το οποίο εκπονήθηκε στις 4 Μαΐου του 1829 από τον λοχαγό Adubart του μηχανικού συντάγματος της Γαλλικής στρατιάς του Μαιζών. Εγκεκριμένο φέρει τον αριθμό 1 (προφανώς είναι το πρώτο σχέδιο ελληνικής πόλεως) και την υπογραφή του Ιωάννη Καποδίστρια. Σήμερα στην είσοδο της πόλης, δυο παράλληλοι κεντρικοί δρόμοι οδηγούν, ο ένας στην αγορά και ο άλλος στο εντυπωσιακό κάστρο και στην αμμουδερή παραλία.
Η Μεθώνη ή Μοθώνη, πήρε το όνομά της από τον Μόθωνα λίθο, έναν βράχο, συνέχεια της ακτής, που προχωρεί σαν ύφαλος κάτω από τη θάλασσα ή όπως μας λέει μια δεύτερη εκδοχή από την κόρη του Οινέα Μοθώνη.  Το πρώτο της όνομα ήταν, σύμφωνα με τον Παυσανία, Πήδασσος, ενώ ο Όμηρος την χαρακτηρίζει Αμπελόεσσα.και την αναφέρει ως την τελευταία από τις εφτά "ευναιόμενα πτολίεθρα" (ομορφοβαλμένες πόλεις) που πρόσφερε ο Αγαμέμνονας στον Αχιλλέα, εάν αυτός δεχόταν να επιστρέψει στη μάχη κατά την πολιορκία της Τροίας και όχι μόνο. Ο Αγαμέμνωνας προσέφερε μαζί με την πόλη της Μεθώνης στον Αχιλλέα για να κατευνάσει την οργή του και την όμορφη Βρισηίδα, που του είχε αποσπάσει βίαια, όπως περιγράφεται στην Ιλιάδα.  Το τοπογραφικό πρόβλημα εμπλέκεται με τον καβγά δύο ανδρών για τα μάτια της όμορφης κόρης, ενός ώριμου Μυκηναίου άνακτα, του Αγαμέμνονα, και ενός αγέρωχου, ακαταμάχητου και ευερέθιστου νέου πολεμιστή, γιου της Νηρηίδας Θέτιδας, του Αχιλλέα. Στη Μεθώνη εγκαταστάθηκαν οι Ναυπλιείς μετά το τέλος του Β' Μεσσηνιακού πολέμου, επειδή εκδιώχθηκαν από τους Αργείους σαν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Και μετά την ανεξαρτησία, όμως, της Μεσσηνίας από τους Σπαρτιάτες (369 π.Χ.) οι Ναυπλιείς συνέχισαν να κατοικούν στην περιοχή γιατί είχαν τηρήσει φιλική στάση απέναντι στους επαναπατριζόμενους Μεσσήνιους. Ο Θουκυδίδης (2,25) σημειώνει πως η οχύρωση της πόλης στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.) δεν ήταν ισχυρή.
Στο ανατολικό μέρος του κόλπου, σε βάθος 3,5-5,5 μέτρων και σε εμβαδό πάνω από 100 στρέμματα υπάρχουν τα απομεινάρια ενός προϊστορικού οικισμού ηλικίας 4000 ετών. Αυτές οι πέτρες, σαν κατόψεις σπιτιών στον πυθμένα, είναι ό,τι απέμεινε από τον Ομηρικό Πήδασσο όταν ένας εξαιρετικά δυνατός σεισμός, βύθισε μια ολόκληρη πόλη και την διατήρησε αναλλοίωτη κάτω από το νερό. Πρόκειται για τον δεύτερο μόλις προϊστορικό οικισμό στον ελλαδικό χώρο και τον πρώτο που συναντάται υποβρυχίως.
Στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα η Μεθώνη καταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της Μεσσηνίας απελευθερώθηκε το 370 π.Χ. από την δράση του Επαμεινώνδα η Μεθώνη εξακολούθησε να παραμένει υπό Σπαρτιατική κυριαρχία μέχρι το 338 π.Χ. οπότε και απελευθερώθηκε τελικά με παρέμβαση του Φίλιππου της Μακεδονίας. Το  456/5 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Τολμίδης με 50 τριήρεις και 4.000 οπλίτες, σε μια προσπάθεια επίδειξης δύναμης απέναντι στους Σπαρτιάτες, περιέπλευσε την Πελοπόννησο και κατέλαβε τη Μεθώνη για να την εγκαταλείψει αμέσως μόλις εμφανίστηκε ο οργανωμένος στρατός των Σπαρτιατών.
Με την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου το 431 π.Χ., όταν οι Σπαρτιάτες ετοίμαζαν εισβολή στην Αττική, ο Αθηναίος στρατηγός Καρκίνος με εντολή του Περικλή πολιορκεί για αντιπερισπασμό τη αδύναμη Μεθώνη με 150 πλοία, 1.000 οπλίτες και 400 τοξότες. Αποτρέπεται ωστόσο η κατάληψη της πόλης χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του Σπαρτιάτη Βρασίδα, ο οποίος εμπλέκεται λίγο αργότερα, το 425 π.Χ. στα γεγονότα της Πύλου και της Σφακτηρίας όπου στη σύγκρουση με τους Αθηναίους έχασε την ασπίδα του.
Με την απελευθέρωση της Μεσσηνίας και την ίδρυση της πρωτεύουσας Μεσσήνης από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα και τους Αργείους συμμάχους του, το 369 π.Χ., η Μεθώνη παρέμεινε υπό τον έλεγχο της Σπάρτης, τουλάχιστον ως το 338 π.Χ., τη νίκη του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας στη Χαιρώνεια και την εισβολή του στη Λακωνία, αμέσως μετά. Το νότιο τμήμα της μεσσηνιακής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένης της Μεθώνης, της Πύλου, των Φαρών, της Θουρίας και άλλων πόλεων βρισκόταν κατά διαστήματα υπό τον έλεγχο της Σπάρτης, η οποία διεκδικούσε σταθερά και τη συνοριακή περιοχή της Δενθελεάτιδας, στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου, ΒΑ της Καλαμάτας.
Οι μαρτυρίες στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων οι σχετικές με τη Μεθώνη, τουλάχιστον ως το 31 π.Χ. και την αρχή της αυτοκρατορίας, είναι ισχνές και αποσπασματικές, άνευ ιδιαίτερης αξίας για τα ιστορικά δρώμενα της εποχής. Άλλωστε η αυταρχική και συγκεντρωτική διοίκηση της πρωτεύουσας Μεσσήνης εκπροσωπούσε ολόκληρη την ομόσπονδη μεσσηνιακή επικράτεια στο διεθνή χώρο. Οι «κατά την επαρχία πόλεις» της Μεσσηνίας, συμπεριλαμβανομένης της Μεθώνης, δεν ήταν αυτόνομες.
Ο Παυσανίας αφηγείται μια ιστορία που άκουσε προφανώς από τους ντόπιους. Ιλλυριοί πειρατές από την Ήπειρο κατέβηκαν, το 220 π.Χ. πλέοντας στο Ιόνιο και προσορμίστηκαν στη Μεθώνη για να προμηθευτούν κρασί. Σάλπαραν αιφνιδιαστικά αρπάζοντας ό,τι πολύτιμο μπορούσαν από την πόλη, αιχμαλωτίζοντας μάλιστα πολλούς Μοθωναίους άνδρες και κυρίως γυναίκες, αφήνοντας σχεδόν έρημη την πόλη (4.35.3-7).
Στις αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα, στην τότε παντοδύναμη Ρώμη βασίλευε ο καίσαρας Οκταβιανός ή Γάιος Οκτάβιος ή Αύγουστος. Για να δείξει την υποταγή του ο Ηρώδης Φίλιππος Β', γιος του Ηρώδη του Μεγάλου, μετονόμασε σε Καισάρεια την αρχαία πόλη της Παλαιστίνης Πανιάδα. Η πόλη, που βρισκόταν στις εκβολές του Ιορδάνη και μέχρι τότε όφειλε το όνομά της σε ένα σπήλαιο της περιοχής που ήταν αφιερωμένο στον τραγοπόδαρο θεό Πάνα, έμεινε από τότε γνωστή και σαν Καισάρεια του Φιλίππου. Για τη μετονομασία της πόλης ανοικοδομήθηκε και ένα εντυπωσιακό περιστύλιο, με γρανιτένιες κολώνες που έφθασαν γι' αυτό το σκοπό εκεί από το Ασουάν της Αιγύπτου.
Οι κολώνες μεταφέρονταν με ρωμαϊκές γαλέρες μία εκ των οποίων βυθίστηκε στο στενό της Μεθώνης. Σήμερα, σε βάθος 7-8 μέτρων, αναπαύονται στο βυθό του κόλπου, διασκορπισμένα σε διάμετρο περίπου τριάντα μέτρων, αρκετά κομμάτια από σπασμένους γρανιτένιους κίονες, αλλά και ένας ακέραιος κίονας. Ένα κομμάτι από τις κόκκινες γρανιτένιες κολόνες, ανελκύστηκε από το ναυάγιο, κάποια στιγμή στη διάρκεια της α' βενετοκρατίας. Αφού διακοσμήθηκε με γοτθικό κιονόκρανο, τοποθετήθηκε στο προαύλιο του παλατιού του castellano της Μεθώνης.
Η εσχατιά της Μεθώνης ήταν χώρος ελκυστικός για τους πειρατές, οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν κατά καιρούς ως κρησφύγετο και ορμητήριο.
Στο πλευρό της Κλεοπάτρας.
Στη σύγκρουση μεταξύ Οκταβιανού και Αντωνίου-Κλεοπάτρας στο Άκτιο, οι Μεσσήνιοι (και οι Μοθωναίοι φυσικά) τάχθηκαν στο πλευρό του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας. Ο στρατηγός Αγρίππας, γαμπρός του Οκταβιανού, πολιόρκησε και κατέλαβε τη Μεθώνη την άνοιξη του 31 π.Χ., την οποία κατείχε για λογαριασμό του Αντώνιου απόσπασμα με επί κεφαλής το βασιλιά Βόγο της Βόρειας Αφρικής. Από το 31 π.Χ. και εξής, η Μεθώνη αποτελεί σημαντικό σταθμό ανεφοδιασμού της Ρώμης με σιτάρι από την Αίγυπτο.
Το 191 π.Χ. η Μεθώνη εντάσσεται στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Τραϊανός της χάρισε την αυτονομία της. 
Πολύτιμες είναι οι πληροφορίες του Παυσανία που περιηγήθηκε στη Μεσσηνία και επισκέφτηκε η Μεθώνη γύρω στο 170 μ.Χ. Αναφέρει τη βραχονησίδα «μόθων λίθος», πάνω στην οποία βρίσκεται ο οκτάπλευρος πύργος (το Μπούρτζι), τους ναούς της Αθηνάς Ανεμώτιδας και της Αρτέμιδας, καθώς και ένα πηγάδι που έβγαζε πίσσα, δηλαδή πετρέλαιο.
Η πόλη άκμασε την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τον 4ο αιώνα υπήρξε έδρα της Επισκοπής Μεθώνης η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1837.
Βενετοκρατία
Οι Βενετοί απέκτησαν βλέψεις για το λιμάνι της Μεθώνης καθώς βρισκόταν σε θέση στρατηγικής σημασίας για τα εμπορικά τους συμφέροντα. Μετά την πρώτη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το 1204 οι Βενετοί διεκδίκησαν τα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης για λογαριασμό τους. Το 1205 την κατέλαβε ο Γουλιέλμος Σαμπλίτ.Στις αρχές του 1205 ένας παλιός του φίλος ο Γοδεφρείδος Α΄ Βιλλεαρδουίνος έφτασε στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου στο Ναύπλιο.Είχε καταλάβει μερικές περιοχές της Μεσσηνίας και πίεσε τον βασιλιά να καταλάβει την βορειοανατολική Πελοπόννησο που ήταν η δυσκολότερη περιοχή. Ο Γοδεφρείδος δήλωσε πρόθυμος να μοιράσει την Πελοπόννησο με τον Γουλιέλμο. Ο Βονιφάτιος του Μομφερράτου διόρισε τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη κύριο της Πελοποννήσου. Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος έδωσε όρκο υποτέλειας στον Βονιφάτιο και στον Γουλιέλμο μαζί με 100 ιππότες που άφησε ο βασιλιάς στην συνοδεία του με εντολή να κατακτήσουν την υπόλοιπη Πελοπόννησο. Όταν ο Γουλιέλμος σταθεροποίησε την ισχύ του στο Μορέα, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ τον ονόμασε ηγεμόνα όλης της Αχαΐας. Λόγω του ονόματος του πατέρα του και του τόπου καταγωγής του ονομαζόταν από τους Έλληνες και «Καμπανέζης», όπως φαίνεται στο Χρονικόν του Μορέως. Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος δέχθηκε την πρόσκληση του τοπικού άρχοντα Ιωάννη Καντακουζηνού να τον βοηθήσει να καταλάβει τη Δυτική Πελοπόννησο και "η επιτυχία έστεψε τα όπλα αυτής της αφύσικης συμμαχίας". Όταν ο Καντακουζηνός πέθανε, ο γιος του προσπάθησε να διαλύσει τη συμμαχία, χωρίς επιτυχία, αφού ο Βελλεαρδουίνος είχε καταλάβει πως η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Λατίνους θα ήταν εύκολο έργο.
Αρχικά η Μεθώνη μαζί με την Κορώνη παραχωρήθηκαν στον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Το Χρονικό του Μορέως αναφέρει την υποδοχή των κατοίκων στους Φράγκους. "Εξέβησαν με τους σταυρούς, ομοίως με εικόνας και ήλθαν κι επροσκύνησαν τον Καμπανέσην εκείνον όλοι του υπομώσασιν δούλοι του ν' αποθάνουν". Ένας Βυζαντινός ευγενής με το όνομα Μιχαήλ που είχε συμμαχήσει με τον Μιχαήλ Καντακουζηνό ήρθε να βοηθήσει τους γαιοκτήμονες, ο ευγενής αυτός ήταν ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας που ίδρυσε την ίδια εποχή το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ έκανε εκστρατεία στην Πελοπόννησο εναντίον των Σταυροφόρων με 500 στρατιώτες αλλά ηττήθηκε στην Μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα στην βορειοανατολική Μεσσηνία. Οι Σταυροφόροι ολοκλήρωσαν την κατάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου εκτός από την Αρκαδία και την Λακωνία. Ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης έγινε στην συνέχεια Κύριος της Πελοποννήσου και πρίγκιπας της Αχαΐας υπό την υψηλή επικυριαρχία του βασιλιά της Θεσσαλονίκης.Ο Γοδεφρείδος Α΄ δέχτηκε σαν ανταμοιβή από τον πρίγκιπα για την βοήθεια του την Καλαμάτα και την Κορώνη. Η Δημοκρατία της Βενετίας ζήτησε να διατηρηθεί η συνθήκη που είχε κάνει με τους Σταυροφόρους (1204) για να μπορεί να έχει στην κατοχή της τους θαλάσσιους εμπορικούς σταθμούς προς την Κωνσταντινούπολη. Οι Βενετοί επιτέθηκαν (1206) και κατέλαβαν την Μεθώνη και την Κορώνη, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης έδωσε σαν αποζημίωση στον Γοδεφρείδο την Αρκαδία
Η κυριαρχία των Βενετών στις δύο πόλεις της Μεσσηνίας (Κορώνη-Μεθώνη) επικυρώθηκε το 1209 κλείνοντας συμφωνία με τον κυρίαρχό τότε της Πελοποννήσου Φράγκο Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο.

Οι Βενετοί οχύρωσαν την Μεθώνη και την μετέτρεψαν σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Η περιοχή γνώρισε σημαντική ευημερία και αποτέλεσε σημαντικό ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Βενετίας και Αγίων Τόπων.Το 1125 μ.Χ. οι ίδιοι οι Βενετοί κατέστρεψαν τη Μεθώνη για να γλιτώσουν από τα χτυπήματα των πειρατών, αλλά και ως αντίποινα για την αιχμαλωσία Βενετών εμπόρων. Εκατοντάδες κάτοικοι σκοτώθηκαν. Αυτή ήταν η πρώτη μαζική σφαγή στον τόπο. Το 1204 με την τέταρτη σταυροφορία, στη Μεθώνη επικράτησε Φραγκοκρατία.
Από τα τέλη πάντως του 4ου αιώνα μ.Χ. ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, η Μεθώνη παρέμεινε ένα δευτερεύον περιφερειακό λιμάνι της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Το 533, ο Βελισάριος, επιφανής ναύαρχος και στρατηγός του Ιουστινιανού, προσορμίστηκε απλώς με το στόλο και το στρατό του στη Μεθώνη και στρατοπέδευσε στη στεριά σε αναζήτηση άρτου.
Επίσης, το 881 ο Νάσαρ, ναύαρχος του βυζαντινού στόλου στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ (67-886), επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον αγκυροβολημένο στη Μεθώνη στόλο των Σαρακηνών πειρατών και τον κατέστρεψε με φωτιά. Πρόσφερε δε τα πειρατικά λάφυρα στην εκκλησία της Μεθώνης.
Τουρκοκρατία
Το 1449 τα πρώτα τουρκικά καράβια έφτασαν στο λιμάνι της Μεθώνης. Κατά τη διάρκεια μιας ναυμαχίας, ο Βενετός αρχηγός Αντρέα Λορεντάνο αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και δολοφονήθηκε. Μετά από 28 μέρες συνεχόμενης πολιορκίας στις 9 Αυγούστου 1500, η Μεθώνη έπεσε. Εκείνη την μέρα, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ μπήκε στην πόλη με το στράτευμά του και 500 κανόνια και άρχισε την άγρια σφαγή των χριστιανών μέσα σε φωτιές και αλαλαγμούς. Κάποια γυναικόπαιδα κατέφυγαν στη Ζάκυνθο. Διοικητής της περιοχής ορίστηκε ο Σαντζάκμπεης, ο οποίος διέταξε να χτιστούν στο κάστρο της Μεθώνης δυο πύργοι, στους οποίους θα κρεμούσαν τα κεφάλια των χριστιανών που είχαν σφαγιαστεί..
Το 1490 ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Β΄ συγκέντρωσε δυνάμεις και πολιόρκησε την Μεθώνη η οποία τελικά έπεσε το 1500 μ.Χ.. Ακολούθησε σφαγή από τους γενίτσαρους του Βαγιαζήτ και ο πληθυσμός της πόλης αποδεκατίστηκε. Για να ξανακατοικηθεί η πόλη ο Σουλτάνος διέταξε να έρθουν να εγκατασταθούν σε αυτή οικογένειες από διάφορα μέρη της Πελοποννήσου.
Το 1571 περίπου 1.500 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους από τους εξοργισμένους Τούρκους, μετά την ήττα τους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Το 1686 κατέλαβε την πόλη ο Βενετός ναύαρχος Φραντζέσκο Μοροζίνι. Η πόλη όπως και ολόκληρη η Πελοπόννησος παρέμεινε στην κατοχή των Βενετών μέχρι το 1715, οπότε οι Οθωμανοί ανέκτησαν την περιοχή. Στο διάστημα της δεύτερης τουρκοκρατίας η πόλη παρήκμασε.
Το 1770 κατά την περίοδο των Ορλωφικών, ο ρωσικός στρατός βομβάρδισε την Κορώνη και κατευθύνθηκε προς την Πύλο. Επόμενος σταθμός θα ήταν η Μεθώνη. Οι Τούρκοι της Μεθώνης εξαγριωμένοι κατευθύνθηκαν προς την Πύλο. Όμως, προς την Πύλο είχαν κατευθυνθεί και πολλοί κάτοικοι της Μεθώνης για να γλιτώσουν από την οργή των Τούρκων, με αποτέλεσμα να παγιδευτούν. Όταν έφτασαν στο κάστρο της Πύλου, ζητούσαν από τους Ρώσους να ανοίξουν τις πύλες για να μπουν μέσα. Όμως, ο στόλος του Ορλώφ δεν έκανε τίποτα. Τότε χιλιάδες Έλληνες για να σωθούν άρχισαν να πέφτουν μέσα στη θάλασσα. Οι περισσότεροι πνίγηκαν. Η επιφάνεια της θάλασσας είχε γεμίσει πτώματα. Όσοι επέζησαν και έφτασαν στη νήσο Σφακτηρία κολυμπώντας, πέθαναν αργότερα από έλλειψη φαγητού και νερού.
Οι περιηγητές του 19ου αιώνα που πέρασαν από την περιοχή αναφέρουν μία εικόνα εγκατάλειψης και παρακμής.
Κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1821 η πόλη πολιορκήθηκε από τους επαναστάτες οι οποίοι δεν κατάφεραν να την καταλάβουν λόγω της σθεναρής αντίστασης του οχυρωμένου οθωμανικού πληθυσμού. Τον Φεβρουάριο 1825 κατέρλαβε τη Μεθώνη ο Ιμπραήμ, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο διοικητήριο πάνω από την είσοδο του κάστρου. Η πόλη τα επόμενα χρόνια αποτέλεσε ορμητήριο των Αιγυπτίων.
Στις 30 Απριλίου 1825 ο Ναύαρχος Μιαούλης με την υπό αυτού Μοίρα του ελληνικού στόλου, έπλευσε στην Μεθώνη όπου ήταν τα πλοία του Ιμπραήμ Πασά υπό τον Καπουδάν Μπέη από την Αίγυπτο. Επιτέθηκε στον εχθρικό στόλο και δύο πυρπολικά υπό τους Γεώργιο Πολίτη και Πιπίνο έκαψαν μία μεγάλη φρεγάτα, άλλο ένα πυρπολικό έκαψε ένα μικρό πλοίο και άλλοι 4 πυρπολητές έκαψαν τρεις κορβέτες και άλλα τρία πολεμικά και τρία μεταγωγικά και μία αποθήκη με τροφές.
Η αναπαράσταση της Ναυμαχίας πραγματοποιείται κάθε χρόνο στο γραφικό λιμάνι της Μεθώνης.
Το 1829 στο κάστρο εγκαταστάθηκε ο στρατηγός Μαιζών που απελευθέρωσε την πόλη μαζί με άλλες της Πελοποννήσου
Στα σωζόμενα τείχη του  κάστρου εξακολουθούν να υφίστανται τμήματα αρχαίων οχυρώσεων. Κτισμένη σε κομβικό σημείο στο θαλάσσιο πέρασμα που ενώνει την κεντρική και δυτική Ευρώπη με την ανατολική Μεσόγειο, η πόλη αυτή υπήρξε σημαντικότατο εμπορικό λιμάνι και σταθμός ανεφοδιασμού στρατιωτικών πλοίων από την αρχαιότητα ως τον 19ο αιώνα.
Το κάστρο της Μεθώνης: 
Έίναι κτισμένο στην χερσόνησο του Αγίου Νικολάου, έχει ελλειψοειδής σχήμα, με μήκος 700 μέτρα και καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 93 στρεμμάτων.
Ο περιηγητής Pietro Casola που επισκέφτηκε την περιοχή στα 1494  γράφει: «μια μεγάλη τάφρος ανοίγεται τώρα, που όταν θα τελειώσει θα είναι ένα εκπληκτικό έργο».
Πράγματι, στο μόνο μέρος που το κάστρο της Μεθώνης συνδέεται με τη στεριά, οι Βενετοί άνοιξαν τάφρο και κατασκεύασαν ξύλινη γέφυρα, που αντικαταστάθηκε από πέτρινη με 14 τόξα, η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα.
Αυτή τη γέφυρα περνά σήμερα ο επισκέπτης για να μπει στο κάστρο.
Φαίνεται ότι οι Βενετοί είχαν σκοπό με το έργο αυτό να ενώσουν τις δύο θάλασσες την ανατολική και την δυτική, για να απομονώσουν το κάστρο από την στεριά, αλλά δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν το έργο διότι μετά από 6 χρόνια εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους (1500). Η βενετσιάνικη γέφυρα ήταν ξύλινη και κινητή και έμεινε τέτοια μέχρι το 1829.
Η νέα γέφυρα που σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση, χτίστηκε από τους Γάλλους του Στρατηγού Μαιζών. Έχει τέσσερα μέτρα ύψος, μήκος 45, πλάτος 3 μέτρα και αποτελείται από 14 καμάρες (τόξα). Στα αξιοθέατα του κάστρου ξεχωρίζουν το εντοιχισμένο λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, σύμβολο της Βενετίας – αποτελεί το εντυπωσιακότερο σημείο- καθώς και θυρεοί, οικόσημα, επιγραφές, ερείπια κατοικιών Βενετών αρχόντων, λείψανα δυο οθωμανικών λουτρών, οι προμαχώνες Loredan και Bembo, τμήματα της βυζαντινής εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, το εκκλησάκι της Αγίας Σωτήρας (κτίστηκε το 1830 από το Γαλλικό Απελευθερωτικό Σώμα και ήταν διαδοχικά καθολική εκκλησία, τζαμί και ορθόδοξη εκκλησία) και συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα), καθώς και η στήλη Μοροζίνι. Από την αναστυλωμένη Πύλη της Θάλασσας ξεκινά ένας πλακόστρωτος δρόμος που οδηγεί στο οχυρωμένο νησάκι Μπούρτζι, στη νότια άκρη του κάστρου. Το οκταγωνικό διώροφο κτίσμα χτίστηκε από τους Ενετούς το 1500, ως προπύργιο για την προστασία του λιμανιού. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας λειτούργησε ως φυλακή και τόπος εκτελέσεων. Μάλιστα, οι ντόπιοι υποστηρίζουν ότι όταν λυσσομανάει ο άνεμος στα αυτιά των κατοίκων φτάνουν οι κραυγές των φυλακισμένων.
Η ομορφότερη στιγμή για να απολαύσετε την εκπληκτική όψη του κάστρου είναι κατά τη διάρκεια του δειλινού, όταν ο ήλιος χάνεται στον θαλασσινό ορίζοντα του Ιονίου πελάγους και τα φώτα του κάστρου ανάβουν, φωτίζοντας γλυκά τα ογκώδη τείχη.
Στην διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το κάστρο της Μεθώνης δεν κατελήφθη από τους Έλληνες επαναστάτες, λόγω της αντίστασης του οχυρωμένου οθωμανικού πληθυσμού. Το 1825 αποβιβάστηκε στο λιμάνι της πόλης ο Ιμπραήμ και εγκαταστάθηκε εντός του κάστρου, το οποίο έγινε ορμητήριο των Αιγυπτίων κατά την διάρκεια της εκστρατείας τους στην Πελοπόννησο.
Οι Αιγύπτιοι θα παραδοθούν αμαχητί το 1828 στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, υπό τον στρατηγό Μαιζόν. Ο οικισμός τότε μεταφέρεται εκτός των τειχών, γίνεται το ρυμοτομικό σχέδιο πόλης ενώ το κάστρο, που για αιώνες υπήρξε το κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης, ερημώνεται. Το κάστρο είναι επισκέψιμο καθημερινά, εκτός Δευτέρας, από τις 8.30 μέχρι τις 15.00. 
Σήμερα η Μεθώνη είναι δημοφιλής τουριστικός προορισμός της Πελοποννήσου, πλούσιος σε αρχαία μνημεία, καθώς και βυζαντινά, βενετσιάνικα και τούρκικα: εκκλησίες, τζαμιά, οχυρώσεις, ενώ σπουδαίο είναι το κάστρο της, που φτιάχτηκε από τους Ενετούς και είναι περιτριγυρισμένο από τη θάλασσα.
Είναι χτισμένο σε έναν βράχο που εισχωρεί στην θάλασσα και χωρίζεται από την ξηρά με μία τεχνητή τάφρο. Νότια του κάστρου βρίσκεται ο πύργος Μπούρτζι, χτισμένος σε μία μικρή βραχονησίδα που συνδέεται με το φρούριο με μία γέφυρα με καμάρες.
Στη Μεθώνη θα δείτε αρχοντικά που διατηρούν τα χαρακτηριστικά της τοπικής αρχιτεκτονικής και θα βρείτε πολλά ταβερνάκια και εστιατόρια με παραδοσιακές γεύσεις, αλλά και ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Ολόκληρος ο οικισμός της Μεθώνης έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός. Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση «αποτελεί ένα των πρώτων μετεπαναστατικών συγκεκροτημένων επί τη βάσει σχεδίου οικισμών, αφ' ετέρου δε μη υποστάσα έκτοτε σημαντικάς αλλοιώσεις, διασώζει τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των οικοδομών της νοτίας Πελοποννήσου, κατά τον παρελθόντα αιώνα και αποτελεί το αρμόζον περιβάλλον του μεσαιωνικού φρουρίου, το οποίον υψούται εις την νοτιοδυτικήν άκρην της».
Το καποδιστριακό σχολείο
Στη Μεθώνη βρίσκεται αλληλοδιδακτικό σχολείο, το οποίο ήταν ένα από τα πρώτα σχολεία τα οποία κτίστηκαν στην νεοσύστατη Ελλάδα (τον Μάρτιο του 1830), με απόφαση του Καποδίστρια. Ήταν το πρώτο σχολείο στην Πελοπόννησο το οποίο κτίστηκε για να γίνει αλληλοδιδακτικό. Η θέση κατασκευής του είχε υποδειχθεί από τον ίδιο τον Καποδίστρια, όταν επισκέφτηκε τη Μεθώνη την άνοιξη του 1829. Το καποδιστριακό σχολείο λειτούργησε μέχρι το 1935/6, όταν εγκαταλείφθηκε, και το 1940 πωλήθηκε σε ιδιώτη. Χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο το 1951 και η απαλλοτρίωσή του ολοκληρώθηκε το 2001. Το 2015 ολοκληρώθηκε η αναστήλωσή του. Στην οδό Καποδίστρια βρίσκεται τοξωτή γέφυρα, η οποία κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης.
Στην πλατεία Συγγρού, επί του κεντρικού δρόμου, κοντά στην είσοδο του κάστρου, βρίσκεται ενετικό πηγάδι και το δημοτικό σχολείο, δωρεά του Ανδρέα Συγγρού. Το πηγάδι κατασκευάστηκε στην Β΄ ενετική περίοδο (1686-1715) και έχει διάμετρο 2,6 μέτρα και σήμερα έχει βάθος 4 μέτρα. Το φρέαρ αυτό, μαζί με άλλο ένα κοντά στη γέφυρα στην είσοδο της Μεθώνης, έχουν χαρακτηριστεί ιστορικά διατηρητέα μνημεία.
Ο ναός του Αγίου Νικολάου έχει χαρακτηριστεί ως μνημείο, ως αξιόλογο δείγμα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής των ετών μετά το 1830.
Αξίζει να επισκεφθείτε τα ερείπια του καθολικού ναού του Αγίου Λέου, όπως επίσης τον καταποντισμένο οικισμό της Μέσης Εποχής του Χαλκού στον όρμο της Μεθώνης.
Στα αξιοθέατα της μικρής αυτής παραλιακής πόλης συγκαταλέγονται επίσης και οι κατακόμβες του Αγίου Ονουφρίου. Βρίσκονται στο 20ό χλμ. του δρόμου Μεθώνης-Πύλου, στην παράκαμψη αριστερά για τον Άγιο Αθανάσιο. Έπειτα από μια σύντομη πεζοπορία προς την κορυφή του χαμηλού λόφου, θα δείτε το παλαιότερο χριστιανικό κοιμητήριο που εντοπίστηκε ποτέ στη Μεσσηνία. Σε μια ρηχή σπηλιά, θα δείτε ταφικά ανοίγματα λαξευμένα στο βραχώδες δάπεδο, σπαράγματα αγιογραφιών στα τοιχώματα, λαξευμένες στον μαλακό βράχο στέρνες και αψιδωτά δωμάτια στα οποία ζούσαν ερημίτες από τον 5ο αιώνα.το παλαιότερο χριστιανικό νεκροταφείο που έχει εντοπιστεί στην Πελοπόννησο και το οποίο βρίσκεται στην πλαγιά του βουνού του Αγίου Νικολάου, βόρεια της πόλης.
Τετρακόσια μέτρα ανατολικά από το κοιμητήριο βρίσκεται ένα άλλο σημαντικό μνημείο της περιοχής, ο Βυζαντινός Ναός του Αγίου Βασιλείου του 10ου-11ου αιώνα. Το εκκλησάκι χρονολογείται περί το 1100 π.Χ., και πρόκειται για μια πολύ όμορφη κατασκευή της Βυζαντινής περιόδου. Σύμφωνα με τις πηγές, πρόκειται για σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό που ανήκει στο λεγόμενο μεταβατικό τύπο, δηλαδή το συνδυασμό του ελεύθερου σταυρού με την τρίκλιτη τρουλαία βασιλική. Στο εσωτερικό του ναού έχουν βρεθεί, δυστυχώς, μόνο ίχνη τοιχογραφιών, κυρίως στο χώρο του ιερού και δεν διασώζονται μέχρι τις μέρες μας. Σε απόσταση 4 χιλιομέτρων βορειοανατολικά της Μεθώνης, αξίζει να επισκεφθείτε τα επιβλητικά ερείπια του ναού του Αγιολέου, που καταστράφηκε το 1267.
Στα νότια της Μεθώνης μέσα στο πέλαγος διακρίνεται το νησιωτικό σύμπλεγμα των Μεσσηνιακών Οινουσσών που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων σημαντικούς βιότοπους, στα νησιά Σχίζα με το περίφημο σπήλαιο, Αγία Μαρίνα με το όμορφο εκκλησάκι και το μεγάλο πανηγύρι ανήμερα του εορτασμού της, με όργανα, γουρουνοπούλες και τους επισκέπτες που κατασκηνώνουν και διανυκτερεύουν στην ακτή και την Σαπίεντζα με τον σπάνιο βιότοπο, τον πέτρινο φάρο της ο οποίος κατασκευάστηκε το 1885 από τους Άγγλους και λειτουργούσε με κάτοπτρα. Στις μέρες μας, δεν υπάρχει φαροφύλακας και ο φάρος λειτουργεί με ηλιακές κυψέλες, καθώς και την παραμυθένια ακτή της. Τα νησάκια αυτά διακρίνονται για το σπάνιο φυσικό τους περιβάλλον και την εξωτική ομορφιά τους και είναι ενταγμένα στο δίκτυο NATURA. Μέσα στην πλούσια βλάστηση φιλοξενούνται άγρια είδη πουλιών και ζώων. Αξίζει να τα επισκεφθείτε και να απολαύσετε τη μοναδικότητα του τοπίου.
Τον 2ο μ.Χ. αιώνα, μια ρωμαϊκή γαλέρα που ξεκίνησε από τις ακτές της Τροίας, βυθίστηκε στο στενό της Μεθώνης. Το πολύτιμο φορτίο της, τέσσερις σαρκοφάγοι με ανάγλυφη διακόσμηση, έμεινε στο βυθό του κόλπου και ξεχάστηκε για να ανακαλυφθεί ξανά τα τελευταία χρόνια και να γίνει ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του Υποθαλάσσιου Πάρκου της Μεθώνης.

Το "Ναυάγιο των σαρκοφάγων" χρονολογείται στη ρωμαϊκή περίοδο. Το πλοίο έφερε σκαλιστές σαρκοφάγους με τα καλύμματά τους, κατασκευασμένοι από το ηφαιστειακό πέτρωμα «ανδεσίτης», προερχόμενος από την αρχαία πόλη Άσσος γνωστή κατά την αρχαιότητα ως «Lapis sarcophagus». Το φορτίο του βρίσκεται σε περίπου 15 μέτρα βάθος και χρονολογείται στον 2ο αιώνα μ.Χ. Όλες οι σαρκοφάγοι ήταν άθικτες, εκτός από μία, η οποία πιθανώς έσπασε κατά την βύθιση του πλοίου. Οι διαστάσεις τους είναι περίπου 2,20 x 0,80μ. και η διακόσμησή τους περιέχει μοτίβα λουλουδιών ενώ τα καλύμματά τους σε σχήμα στέγης είναι διακοσμημένα με σκαλιστά ακροκέραμα στις τέσσερις γωνίες τους.


Στα τέλη του 1970 η Ελληνική Εφορεία Ενάλιας Αρχαιολογίας διεξήγαγε συστηματική αρχαιολογική έρευνα η οποία ανέδειξε πολλά ναυάγια με τα φορτία τους. Θα μπορείτε να εξερευνήσετε τα ερείπια αρχαίων εμπορικών θαλάσσιων διαδρομών που χρονολογούνται από τις ρωμαϊκές, βυζαντινές και μεσαιωνικές περιόδους. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, απαιτείται ειδική άδεια από την αρχαιολογική υπηρεσία για κατάδυση σε θαλάσσιους αρχαιολογικούς χώρους.


Του Κουτρούλη ο γάμος.
Έγινε… του Κουτρούλη ο γάμος” συνηθίζουμε να λέμε όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση. Για να καταλάβουμε όμως τι ακριβώς συνέβη και ο γάμος αυτός έμεινε παροιμιώδης μέχρι σήμερα, πρέπει να φτάσουμε μέχρι τη μεσαιωνική Μεθώνη.
Εκεί ζούσε ο Ιππότης Ιωάννης Κουτρούλης ο οποίος ερωτεύτηκε μια παντρεμένη γυναίκα. Μεγάλο σκάνδαλο στην μικρή τοπική κοινωνία της Μεθώνης το οποίο έγινε ακόμα μεγαλύτερο όταν η γυναίκα εγκατέλειψε το σπίτι της για να ζήσει με τον αγαπημένο της, Κουτρούλη.
Ο σύζυγός της όμως, δεν της έδινε διαζύγιο (η γυναίκα τότε δεν είχε καν δικαίωμα να το ζητήσει) θέλοντας έτσι να την εκδικηθεί. Η εκκλησία είδε την παράνομη συγκατοίκηση μεταξύ του ανύπαντρου ζευγαριού και αφόρισε τη γυναίκα (μόνο την γυναίκα αφού… μεσαίωνας).
Τα χρόνια περνούσαν και ο έρωτας του ζευγαριού ήταν ασίγαστος. Ο Κουτρούλης όμως βασανιζόταν στη σκέψη πως εξαιτίας του είχε στιγματιστεί έτσι η αγαπημένη του. Ήθελε όσο τίποτα να την αποκαταστήσει μα συναντούσε παντού την άρνηση της εκκλησίας αφού ο γάμος της δεν είχε τυπικά διαλυθεί.
Πέρασαν έτσι 17 ολόκληρα χρόνια μέχρι τον Μάιο του 1394, που η ίδια η γυναίκα ζήτησε την παρέμβαση του Πατριάρχη Αντωνίου του Δ’. Ο γάμος της θεωρήθηκε διαλελυμένος και ο επίσκοπος Μεθώνης συμφώνησε να επιτρέψει το γάμο τους αν μπορούσαν να του αποδείξουν πως δεν είχαν σαρκικές σχέσεις μεταξύ τους για το διάστημα που ήταν παντρεμένη.
Πως κατάφερε ο Κουτρούλης να το αποδείξει αυτό είναι απορίας άξιον. Ο γάμος όμως, που συζητιόταν για 17 ολόκληρα χρόνια, έγινε και μπορούμε μόνο να φανταστούμε τι γάμος θα ήταν… Αναπαράσταση του περίφημου αυτού γάμου γίνεται την Καθαρά Δευτέρα. Δύο άντρες ντύνονται ¨νύφη¨ και ¨γαμπρός¨ και μαζί με τις οικογένειες των ¨συμπεθέρων¨ και τους ¨καλεσμένους¨ πηγαίνουν στην κεντρική πλατεία του χωριού όπου γίνεται η αναπαράσταση του γάμου με ¨παπά¨ και με ¨κουμπάρο¨.
Μετά την τέλεση του γάμου ακολουθεί γλέντι με πολύ χορό, κρασί και παραδοσιακά νηστίσιμα εδέσματα.

Σχόλια